- υπόνοια
- η / ὑπόνοια, ΝΑ [ὑπονοῶ]1. ιδέα που σχηματίζεται από ενδείξεις μόνον και όχι από αποδείξεις, εικασία2. υποψία (α. «έχω την υπόνοια ότι προσπαθεί να μάς κοροϊδέψει» β. «ὑπόνοιαι πλασταί εἰσι καὶ προφάσεις ἄδικοι καὶ πονηρίαι», Δημοσθ.)νεοελλ.1. συνεκδ. αμφιβολία, αβεβαιότητα2. φρ. «μια υπόνοια»μτφ. πολύ μικρή ποσότητα («θέλω μια υπόνοια ζάχαρη στον καφέ μου»)αρχ.1. σκέψη που δεν εκφράζεται, δεν διατυπώνεται2. ο βαθύτερος, αληθινός σκοπός3. η βαθύτερη έννοια τών μύθων και τών αλληγοριών4. υποκίνηση, παρακίνηση5. υπαινιγμός, νύξη6. καταλογισμός ευθυνών7. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερηφανία, θράσος»8. φρ. α) «καθ' ὑπόνοιαν» και «δι' ὑπονοιῶν» — συγκεκαλυμμένα (Πολ.)β) «καθ' ὑπόνοιαν» — αντίθετα με αυτό που αναμενόταν (Κόιντ.).
Dictionary of Greek. 2013.